- κάβου
- κάβοςḳabmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαβώνιος — ον, Α καβόνιος* («ἄρτος χαβώνιος» ψωμί βάρους ενός κάβου, πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καβόνιος (< κάβος [Ι] «εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί»)] … Dictionary of Greek
Μαραγκός, Νίκος — (Φιλιατρά Μεσσηνίας 1917 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για δύο χρόνια, αλλά διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες… … Dictionary of Greek